- ψυχράν
- ψῡχρά̱ν , ψυχρόςcoldfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχρᾶν — ψύχρα cold fem gen pl (doric aeolic) ψῡχρᾶν , ψυχρός cold masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek